περικλεής

περικλεής
ης, ες знаменитый, прославленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περικλεής" в других словарях:

  • Περικλεής — Περικλέης masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περικλέης — masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] …   Dictionary of Greek

  • περικλεέστερον — περικλεής adverbial comp περικλεής masc acc comp sg περικλεής neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεεστέρων — περικλεής fem gen comp pl περικλεής masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεεῖς — περικλεής masc/fem acc pl περικλεής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεές — περικλεής masc/fem voc sg περικλεής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεέστατα — περικλεής adverbial superl περικλεής neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περικλῆς — Περικλέης masc voc sg (doric aeolic) Περικλέης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περικλέα — Περικλέης masc acc sg (epic ionic) Περικλέᾱ , Περικλέης masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»